- φαλαγγιόδηκτος
- φαλαγγιό-δηκτος, von einer giftigen Spinne gebissen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φαλαγγιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν έχει δαγκώσει φαλάγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] … Dictionary of Greek
φαλαγγιοδήκτοις — φαλαγγιόδηκτος bitten by a venomous spider masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγιοδήκτους — φαλαγγιόδηκτος bitten by a venomous spider masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγιοδήκτων — φαλαγγιόδηκτος bitten by a venomous spider masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγιόδηκτοι — φαλαγγιόδηκτος bitten by a venomous spider masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγιόπληκτος — ον, Α φαλαγγιόδηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης» + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek